- κλιντηρ
- κλιντήρ-ῆρος ὅ ложе Hom., Theocr.
νεκροδόκος κ. Anth. — ложе смерти, смертный одр
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νεκροδόκος κ. Anth. — ложе смерти, смертный одр
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλιντήρ — couch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» … Dictionary of Greek
κλιντῆρα — κλιντήρ couch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρας — κλιντήρ couch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρες — κλιντήρ couch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρι — κλιντήρ couch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρος — κλιντήρ couch masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντῆρσιν — κλιντήρ couch masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρων — κλιντήρ couch masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήριον — κλιντήριον, τὸ (Α) [κλιντήρ] υποκορ. τού κλιντήρ* … Dictionary of Greek
κλιντηρία — κλιντηρία, ἡ (Μ) [κλιντήρ] είδος καθίσματος, κλιντήρ* … Dictionary of Greek